- τωθαστικως
- τωθαστικῶςнасмешливо, язвительно Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τωθαστικῶς — τωθαστικός mocking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικός — ή, όν, Α [τωθαστής] χλευαστικός, εμπαικτικός. επίρρ... τωθαστικῶς Α χλευαστικά, περιπαικτικά … Dictionary of Greek